ρετσινιά — η κηλίδα από ρετσίνι· μτφ., δυσφήμιση, συκοφαντία: Του κόλλησαν τη ρετσινιά πως στην Κατοχή συνεργάστηκε με τους Γερμανούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρετσίνωτος — η, ο 1. (για κρασί) αυτό που δεν περιέχει ρετσίνι 2. εκείνος που δεν του έχουν κολλήσει ρετσινιά, που δεν τον έχουν κατηγορήσει άδικα για κάτι … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
ταμπέλα — η, Ν 1. πινακίδα 2. φρ. «τού κόλλησαν την ταμπέλα» τόν χαρακτήρισαν και, μάλιστα, αρνητικά, τού κόλλησαν τη ρετσινιά, τόν συκοφάντησαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tabella] … Dictionary of Greek
αρετσίνωτος — η, ο 1. αυτός στον οποίο δεν έβαλαν ρετσίνι: Ήταν κρασί αρετσίνωτο. 2. αυτός που δε στιγματίστηκε άδικα, αυτός που δεν του κόλλησαν ρετσινιά: Ήταν απ τους λίγους στο χωριό που είχαν μείνει αρετσίνωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)